παρά

παρά
παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
1 c. acc.,
a to, towards with vb. of motion.

παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
b beside, by

παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

σόν τε, Κασταλία, πάρα /

Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
c contrary to, against

ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
d past, by
I

παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
II met., beyond, exceeding, past

παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

e side by side with, in comparison with

ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα (παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
f for the sake of

οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
2 c. gen.,
a from of motion from, from beside

ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
b from without motion,
I

παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
c πὰρ ποδός, at

γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

3 c. dat.
a beside, by of place.

παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

πὰρ ποδί O. 1.74

παρὰ βωμῷ O. 1.93

παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων (καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

[παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

(χαλκὸν)

Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
b in the presence of,
I with, by the side of, among

παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

παρὰ τυραννίδι P. 2.87

καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

(Ὑπερβορέων),

παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2. . παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

4
a in tmesis. “παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός” (v. παρατρέπω) I. 8.10
b fragg.

τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό …   Dictionary of Greek

  • Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”